Σεβαστέ μου ήρωα

Κείμενο Χίου Έλσας

Τα  κειμήλια και  το γενεαλογικό δέντρο  του τοπικού μας ήρωα καπετάν Σταμάτη, είχαν εκτεθεί παλιά σε επετειακή εκδήλωση στον Μαραθόκαμπο.  Αν πάρουμε ως μέτρο τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, η αξία της μικρής συλλογής,  αποτελεί   μουσειακή  κληρονομιά του απελευθερωτικού αγώνα της Σάμου.

Διακόσια χρόνια μετά, περιεργάζομαι  το γενεαλογικό δέντρο  με σύνεση. Στις διακλαδώσεις του υπάρχει η προγονική καταγωγή μου. Δεν είχα ραβδί  σοφίας όταν το πρωτοείδα κρεμασμένο σε τοίχο πάνω απ’ το τραπέζι των  εκθεμάτων.  Γιατί αν είχα, θα τίναζα το φυλλαράκι μου  μη αντέχοντας εκείνο το  πνεύμα  της εξηρμένης  προγονοπληξίας στην ατμόσφαιρα

Η βεβαιότητα  του πατριωτικού ομίλου απογόνων αγωνιστών και ιστορικών γενών Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1938, υποστηρίζοντας ότι έχουν τα γονίδια των ηρώων του 21 στο αίμα τους, δεν στηρίζεται φυσικά σε  βιολογική θεμελίωση.  Ο μύθος του γονιδιακού ηρωϊσμού που διαπερνά  τα ευγενή γένη  των ηρώων, ελλοχεύει  την απώλεια του ουσιώδους.

Πορτραίτο του καπετάν Σταμάτη

Στο αιωνόβιο δέντρο της Σαμιακής γενεαλογικής ιστορίας, υπάρχει θέση για τον καθένα από εμάς  με την  προϋπόθεση  της κατανόησης του παρελθόντος, και της εσώτερης έλξης για τον πολιτισμό και την ιστορία του  λίκνου που μας γέννησε. Η μόνη περηφάνια  καταγωγής είναι να είσαι φορέας αξιών με την κληρονομιά της μαγιάς για δημιουργία και πνευματική ανέλιξη. Η συνδεσή μας με τους νεκρούς προγόνους , που κρατάνε της καμπάνας το σχοινί , για μια αέναη  κρούση  αφύπνισης, αντίστασης  και επανάστασης, περιέχει την ιερή αξίωση της διαφύλαξης της πολιτισμικής συνέχειας και της ελευθερίας. Αυτή είναι η ουσία της προγονικής μας παρακαταθήκης. Και επειδή είναι βαρετό να ξαναλέμε τα αυτονόητα ύστερα από τόσους άλλους, συνεχίζω ανασύροντας απ’ τη μαθητική μου μνήμη το χρονικό της γνωριμίας μου με τον ήρωα μας.

Την Άνοιξη του 1968, η φιλόλογος της τάξης μας μου ανέθεσε την απαγγελία ενός ποιήματος στα αποκαλυπτήρια της προτομής του καπετάν Σταμάτη. Μαθήτριες με εθνικές ενδυμασίες, κυκλώσαμε την τυλιγμένη με λευκό σεντόνι προτομή. Σχηματίσαμε βεντάλια πολύχρωμη ημικυκλική των ημερών, όπου ο φοίνικας, το περιβόητο πουλί  της εθνοσωτήριας επανάστασης της 21ης Απριλίου, είχε ανάλογη θέση σε πανοραμικό σημείο του χωριού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό απ’ τις λεπτομέρειες της μνήμης. Ανακαλώ ακόμα τις εντυπώσεις εκείνης της ημέρας, και την διχαστική ταυτότητα των γεγονότων, που την τόνιζε η απόδοση τριών ύμνων στη σειρά. «Τι αστραπαί στη Δύση και βρονταί.»    « Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή το μέλλον χτίζει η νιότη.»  Αποκορύφωμα ο Εθνικός μας Ύμνος και  η μονόλεπτη σιγή. Προσπαθώ ακόμα να εντοπίσω την αιτία του  προαισθήματος   που μ’ έσπρωξε μετά τη λήξη της τελετής  ν’ ακολουθήσω  συμμαθήτριά μου στο σπίτι της, όπου υπήρχε μικρή σύναξη επισκεπτών.

  Εκεί άκουσα να εκτοξεύονται έντονες κι’ ακατανόητες, κατηγορίες για τον ήρωα μου. Πέντε  χρόνια πριν,  είχε κυκλοφορήσει ένα μικρό τεύχος του αείμνηστου Ιωάννη Γιαγά με τίτλο το « Αίμα βοά »  Σ’ εκείνη τη σύναξη οι παρευρισκόμενοι άκουγαν απ’ το στόμα ενός διαβασμένου  συγχωριανού τις αναφορές του συγγραφέα στα δρώμενα του καπετάν Σταμάτη, ο οποίος  κρίνονταν για ληστοπειρατεία,   σκληρότητα  φιλοχρηματία,  ανυπακοή, και εγκληματική άρνηση να ανταλλάξει τούρκους κρατούμενους  με  τους 23 συμπολεμιστές του, που αιχμαλωτίστηκαν  από εχθρικό πλοίο καθώς ταξίδευαν με προορισμό τους Φούρνους.  Οδηγήθηκαν στην Αίγυπτο  και  καταδικάστηκαν ένα χρόνο αργότερα σε μαρτυρικό θάνατο. Αυτές και άλλες μομφές με λύπησαν και με προβλημάτισαν πολύ.

 Η απαγγελία μου ήταν τελικά δοξαστικό  σ’ έναν κάκιστο και ανελέητο αγριάνθρωπο.  Τις νύχτες φοβόμουν να περάσω απ’ τη στροφή, κι’ ανατρίχιαζα στη λευκή αντανάκλαση της προτομής του.

Ο Κοινοτάρχης  της επταετίας, που κατέθεσε πρώτος το δάφνινο στεφάνι,  είχε κόψει  ήδη τον ακμαίο πλάτανο της πλατείας του Αγίου Αντωνίου που στη σκιά του κηρύχτηκε η επανάσταση, και στη κορφή του κυμάτισε το φλάμπουρο με τη επιγραφή  «ελευθερία ή θάνατος.»

Στην εφηβική μου άγνοια,  η σύγχυση του τι σημαίνει πατριωτικός ηρωισμός,  και η απορία γιατί θα πρέπει να κατατίθεται στεφάνι στο βάθρο ενός τέτοιου αρνητικού ήρωα  απαντήθηκαν  αργότερα, όταν πιάστηκα στη σαγήνη της προφορικής παράδοσης και  της έρευνας. Αν συμβεί, γίνεσαι μια άλλη ύπαρξη, και θεωρείς την αστόχαστη  ανιστόρητη  νιότη σου, άδεια κι’ άνευρη , που πρέπει να τη γιατρέψεις με την ενέργεια της ιστορικής γνώσης.  Και μ’ αυτή τη ξεκαθαρισμένη πλέον  άποψη κάθομαι τώρα να γράψω μια εξομολογητική επιστολή στον χιλίαρχο  θαλασσόλυκο Καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη.

Σεβαστέ μου ήρωα.

Δυσκολεύομαι να βρω φράση  αντάξιου χαιρετισμού. Στο μυαλό μου ανεβαίνουν λέξεις τρικυμιώδεις, τραγικές.  Ενώνονται με τα δικά σου τραχιά προστάγματα, από λέξεις που  έσταζαν ιδρωμένο αίμα. Όλες οι φράσεις που  αφορούν τον ηρωισμό σου αιμορραγούν. Δεν φταίει ο αψύς, και επιβλητικός σου χαρακτήρας. Ούτε η οξυθυμία σου και η αγριότητα του πολεμιστή. Ούτε καν οι τραγικές προσωπικές ιστορίες σου στους λαβυρίνθους της μαχητικής διαδρομής σου. Το ηχηρό «Ναι» της επιλογής είναι, να ανταποκριθείς στο κάλεσμα της  εποχής σου  και ν’ απαθανατιστείς  ως θαλασσόλυκος των λαθών, των παθών και των θριάμβων. Άργησα να αποδεχτώ ότι σε ξέρω σε βάθος, χωρίς να απιστώ για τη μεθυστική  θεία κοινωνία σου με το αθάνατο κρασί του 21. Εξακολουθώ να σε χαιρετώ  λάθρα στη στροφή του δρόμου, και στην αίθουσα του Δήμου. Αρχοντικός κι’  ωραίος στο πορτραίτο σου με την αρματωσιά σου, και το κόκκινο φέσι  πάνω στα λευκά μαλλιά που κάποτε είχανε κοράκου χρώμα.

  Όταν ως αόρατη παρουσία ακολουθάς στα συλλαλητήρια, στις πορείες, και οπουδήποτε αλλού φυσάει άνεμος αντίστασης, τα μαλλιά σου ξαναβρίσκουν το νεανικό τους χρώμα. Τότε μπαίνεις μπροστά κι’ εμείς ακολουθούμε πίσω απ’ το τσούρμο σου, πίσω απ’ τους ναυμάχους σου  τους χαμένους από βίαιους θανάτους στο βάθος του χρόνου. Κι’ αν σου μιλώ με τέτοια λόγια, είναι γιατί μου το επιβάλλει το δικό σου δάχτυλο, που σέρνεται αργά πάνω στα κιτρινισμένα χαρτιά των αρχείων. Υποδεικνύεις  αυστηρά μια καινούρια επανάσταση. Αυτή της βαθιάς ιστορικής παιδείας, που κρατάει  τα όπλα  της ενθουσιαστικής και αδιάκοπης φιλαναγνωσίας.

 Σ’ εκείνη την έκρηξη του θυμού σου που μας διαολόστειλες γενεές δεκατέσσαρες αν δεν κάνουμε εκείνο που πρέπει, κρέμεται μια αόρατη απειλή. Τόσο ισχυρή, που σε μεταμορφώνει σε βιβλικό προφήτη. Σε κάθε επέτειο 200 χρόνια τώρα, πίνουμε κρασί τσουγκρίζοντας στο ανέφικτο της μικρής πατρίδας. Στο ανέφικτο κάθε επανάστασης, όπου όλες οι υπερβολές του οράματός  της, αποτελούν τα αιώνια συστατικά της. Η επανάσταση και το όνειρο παραμένουν αιώνιοι σύμμαχοι, αφού από τη πίστη μας στο ανέφικτο ξεκινά το θαύμα εντός μας.

Μ’ αρέσει να σε κοιτάζω με τα μάτια του νου και της ψυχής. Ανοίγονται ταξίδια μακρινά στο παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον. Κάποιοι μας σφυρίζουν στ’ αφτί, ότι το κυρίαρχο πάθος , είναι να ζεις τη στιγμή. Να ζεις και ν’ αγωνίζεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Όχι για τους προγόνους σου, και τους απογόνους σου. Χάνουμε όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι ανήκουμε στο δέντρο της μικρής πατρίδας και σε μια διαδοχή γενεών που απ’ το παρελθόν προεκτείνεται στο μέλλον. Φαντάζομαι πως θα τρίζουν τα κοκκαλά  σου  για τον εγωιστικό  ναρκισσισμό του καθενός από μας , που αρνείται να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του αποδέκτη μιας  κληρονομιάς μνημείων, ιδεών, και ιστορικών αρχείων. Μπορεί να υπάρξει ανθρωπότητα χωρίς πολιτισμική κληρονομιά και ιστορική συνέχεια;  Και πως θα φτιάξουμε τον συνεπή κληρονόμο που θα έχει εμποτισθεί απ’ τις αξίες της εθνικής κληρονομιάς; Και σε  τι χρησιμεύει το δέντρο της γενεαλογίας σου όταν είναι ένα αποστεγνωμένο ξύλο τεθνεώτων  μόνο;  Ένα δέντρο απόλυτης σιωπής, χωρίς ελπίδα αειζωίας;

Σεβαστέ μου Γεροκαπετάνιε της συνεχούς επαγρύπνησης. Έκανες επανάσταση δημιουργώντας ένα συγγενικό δίκτυο. Στη αδελφή σου έδωσες τον μεγάλο αρχηγό Λυκούργο. Στη κόρη σου τον φλογερό αγωνιστή Κλεάνθη. Το πολυάριθμο συγγενολόι σου προστέθηκε στο τσούρμο των ναυμάχων σου. Χωρίς έμπιστους συναγωνιστές χωρίς κουμπαριές συμπεθεριά  και πιστές φιλίες, δεν γίνεται επανάσταση. Χρειάζεται  ν’ αφυπνισθούμε από σένα  για μια γόνιμη  προσπάθεια  συλλογικότητας, και  πνευματικής συγγένειας  στη σύγχρονη ζωή μας, όπου οι γέροι δεν είναι πλέον δημοφιλείς κι’ ας είναι μπαρουτοκαπνισμένοι  οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους, από εθνικούς και εμφύλιους πολέμους. Κάνουν συνεχώς το λάθος να αφηγούνται απρόσκλητοι, ξέροντας πως έχουν το δικαίωμα, ως φορείς της μνήμης, να αποδεικνύουν ότι το καινούριο ρεύμα δεν είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερο απ’ το παλιό.  Αυτοί οι γερούληδες   ξέρουν καλά, πως όλα όσα σκέφτηκαν να κάνουν οι άνθρωποι 200 χρόνια πριν, μας βοηθούν  να καταλάβουμε και τη σημερινή μας εποχή. Η επίκληση του παρελθόντος δεν είναι συντήρηση, και διάθεση φυγής απ’ την πραγματικότητα. Είναι ταυτόχρονα καταφύγιο, και εφαλτήριο για δράση.

 Ψυχανεμίζομαι, ότι δροσερεύει η ψυχή σου με τούτα που σου γράφω. Σου οφείλω μια συγνώμη που επηρεάστηκα άκριτα. Μέσα σ’ εκείνη τη πληθώρα των πηγών και των εκδόσεων,  βρήκα τις απαντήσεις που αντικρούουν και  φωτίζουν τα σκοτεινά σου σημεία. Δεν είσαι μια ανεπανάληπτη περίπτωση ήρωα. Όλοι οι ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα είχαν ένοχες και σκοτεινές  πλευρές. Και κάποιοι πολύ πιο σκοτεινές απ’ τις δικές σου. Ο Βλαχογιάννης γράφοντας για το ζήτημα της εκσκαφής του Λέοντα της Χαιρωνείας και του τεμαχισμού του, εις αναζήτησιν θησαυρού, με νουθετεί.

«Τιμή δεν έχει ο γιός του Ανδρούτσου για το κακό που έκαμε, μα ούτε και ατιμία. Τέτοια ήταν τα χρόνια εκείνα, τέτοιοι κι’ οι άνθρωποι. Άδικον θα ήταν, να γυρεύεις περισσότερα από ανθρώπους που είχανε το δίκιο κρεμασμένο στο σπαθί τους.»

 «Άδικον»   Γιατί ποιοί είμαστε εμείς που τολμάμε ν’ αναρωτηθούμε για το πολιτικό ήθος, και το  βαθύτερο κίνητρο  των πράξεών σου; Στη ξαναμμένη για αίμα εποχή σου,  μια πραμάτεια τουρκοπούλες και παλικαρόπουλα  προς πώληση, αποτελούσε ηρωϊκή πράξη αφού αφορούσε τον οβολό της πατρίδας.

Στη σύγχρονη ιστορική ανάλυση  πολεμικών δραστηριοτήτων, σε κάποιο ελληνοτουρκικό συνέδριο, είχε ειπωθεί από Τούρκο ιστορικό, ότι « Οι ήρωες οι δικοί σας, είναι εγκληματίες για την Τουρκία. Και οι δικοί μας ήρωες είναι εγκληματίες για την Ελλάδα.» Όταν συνδεθεί το έγκλημα με την φιλοπατρία, αναδύονται οπλισμένοι νεκροί, ηρωικά πεσόντες  για την ελευθερία, που για μας, είναι βγαλμένη απ’ τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων. Αλλά προφανώς υπάρχουν και τα ιερά κόκαλα των Τούρκων. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που αφορά την ιστορία και τους ιστορικούς της εποχής των επαναστάσεων και των εθνικιστικών συρράξεων. Οι απώλειες, η θλίψη κι’ ο θάνατος αναμφισβήτητα αφορούν νικητές και ηττημένους. Υπάρχουν στην ιστορία και στη  ζωή μας. Το ερώτημα είναι σε ποιο στοιχείο της ιστορίας θα βασίσουμε την ενδόμυχη ουσία της ύπαρξής μας. Σε μια δύναμη ή σε μια αδυναμία;  Εσύ απ’ ότι φαίνεται επένδυσες στην δύναμη. Αυτή ήταν η κλήση σου. Αρνήθηκες οποιαδήποτε θυματοποίηση , συμφιλιώθηκες με τις βαθιές πληγές σου, και δεν μίλησες ποτέ με όρους αδυναμίας και αυτολύπησης. Προχώρησες  με τα βαριά πένθη της απώλειας των παιδιών σου. Με τη τραγική αποδοχή των αδικαίωτων ονείρων σου για μια πανελεύθερη  Σάμο. Κατέφυγες σε μια εξορία σπαρακτικού αποχωρισμού, ύστερα απ’ τη δική σου νικηφόρα επανάσταση  που κρίθηκε στις ναυμαχίες και στο αγωνιστικό φρόνημα του λαού και των γενναίων θαλασσομάχων σου. Και δεν υπήρξες ποτέ μόνος. Υπήρξες ένα σύνολο μιας γενιάς που θέλησες να την οδηγήσεις στον ελεύθερο αέρα μιας  ανεξάρτητης πατρίδας.

Πριν λίγο καιρό πέρασα έξω απ’ το σπίτι που γεννήθηκες.  Εκείνο το πετρόχτιστο με τις νεραντζιές, και τη φαρδιά καπνοδόχο που κρυβόσουν μέσα της όταν κινδύνευες απ’ τους διώκτες σου, πνιγμένος στη λιπαρή  καπνιά και τη μουτζούρα. Το σπίτι των Καρμανιολικών σου συναντήσεων  κατεδαφίστηκε. Στη θέση του ένα   μισοτελειωμένο τσιμεντόκουτο,  παρατημένο στη διάβρωση της ασχήμιας.

Μας άφησες όμως  ευλογία, το εικόνισμα του Ταξιάρχη του προστάτη σου, που είχε εξέχουσα θέση δίπλα στη κουκέτα  σου, στο βάθος του ιστιοφόρου σου . Όταν βρέθηκες κυκλωμένος από εχθρικά πλοία, άρπαξες λένε την εικόνα του Αγίου σου, την τράνταξες και βροντοφώναξες.

« Σώσε μας Αρχάγγελε Μιχαήλ, για να σωθείς κι’ εσύ.»  Κι’ έγινε το θαύμα, και ένας ξαφνικός ούριος άνεμος στα πανιά του αρμαμέντου σου, βοήθησε να ελιχτείς σωτήρια, και να ξεφύγεις τον σίγουρο χαμό. Σε θυμίζει 200 χρόνια τώρα   η ασημοντυμένη  σου εικόνα, στο τέμπλο του κλίτους  των Ταξιαρχών στο ναό του Αγίου Αντωνίου στον Μαραθόκαμπο. Το απροσκύνητο κεφαλοχώρι  σου.

Σε σέβομαι βαθιά . Για το ότι δεν πλούτισες . Για το ότι παρέμεινες ένας λαϊκός άνθρωπος με τη τόμπρα γλώσσα των γεωργών και των ναυτίλων. Για τις μυθιστορηματικές περιπλανήσεις σου. Για την ακατάπαυστη  στρατιωτικοπολιτική σου δράση, και για το ότι πόνεσες πολύ, φτάνοντας σ’ έναν ειρηνικό   θάνατο συντετριμμένος της οδύνης, αλλά αλώβητος της απελπισίας  των αδικαίωτων  ονείρων. Μη μας ξεχνάς στην επάρκεια της αθανασίας σου. Σε χρειαζόμαστε όσο ποτέ τώρα, που στη δική μας θάλασσα ο ίδιος εχθρός αναταράζει τα νερά μας.

Έλσα Χίου.  22 Δεκεμβρίου 2020

Μοιράσου το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *