Ο Μαραθόκαμπος το 1821

Διακόσια χρόνια απ’ την επανάσταση του 1821 και η μνήμη το ίδιο αναριγά πάνω απ’ τη θάλασσα, τα  βουνά, τους ήρωες και τα τοπωνύμια. Απαθανατισμένα όλα στις μελανοπότιστες γραφές των αρχείων αφηγούνται την τοπική μας ιστορία ως κληρονομιά και «κτήμα εσαεί». Οι γραφικοί χαρακτήρες δυσκολοδιάβαστοι. Τα ψηφία των γραμμάτων στρατιές στοιχισμένων μυρμηγκιών. Αλλού ανάρια κι όρθια τονίζουν δεσποτικά τα θέματα ζωής και θανάτου, σιωπής και εξέγερσης, αμαρτίας και αρετής. Κρατούν ολοζώντανο το αποτύπωμα της ψυχικής ιδιοσυγκρασίας του κάθε γραφέα. Επιστολές, έγγραφα, περγαμηνές και χρυσόβουλα της πατρίδας, μαρτυρίες μαχών, γεγονότων, αποφάσεων, απολογισμών. Κάθε λέξη κρύβει στη καρδιά της ένα σπαθί, μια αιμορροούσα πληγή, μια χειραψία, ένα λάφυρο, ένα αρμαμέντο, έναν άγιο προστάτη ή έναν επάρατο εχθρό.

Σε επιστολή του Λογοθέτη Λυκούργου τα γράμματα έχουν θαρρείς ορμή σπινθήρων που πυρπολούν τη σκέψη. Ακόμα και τα γράμματα της λογιοσύνης μοιάζουν με στάχια που θροΐζουν εν ελευθερία την καρποφορία του αγώνα.

Υπάρχουν και κάποια γράμματα μιας λαϊκής ψυχής που βίωνε την προεπαναστατική περίοδο με θυμόσοφη κρίση και ευσεβή προαίρεση στα όσια και τα ιερά, χωρίς να κρύβει την οργή του στα ανόσια και ανίερα έργα των παλιών προκρίτων με την τουρκόφιλη πολιτική της συντήρησης και της κατεστημένης υποταγής. Ήταν αυτοί που για να διατηρήσουν την κληρονομική τους εξουσία και το δικαίωμα παροχής αξιωμάτων στους απογόνους τους, δρούσαν συνωμοτικά σε νυχτερινές συναντήσεις σαν τους καλικάντζαρους στα έγκατα της γης. Αυτοί οι προσκυνημένοι της σουλτανικής διοίκησης πέρασαν μέσα στη στιχουργική γραφή  του Αναγνώστη Σαλαμαλέκη, ο οποίος αυτοσυστήνεται με ταπεινότητα ως αμαθής άνθρωπος, από μικρόν χωρίον. Γενέθλιος τόπος του, η Λέκκα.

Γράφει λέξεις με σπαθωτά σύμφωνα που καταλήγουν σε ουρές και με φωνήεντα σαν βυζαντινούς τρουλίσκους, θυμίζοντας τη παρασημαντική γραφή της εκκλησιαστικής μουσικής. Απ’ αυτόν θ’ αρχίσω την ανίχνευση λέξεων που νοηματοδοτούν την αλήθεια της εμπειρικής αντίληψης των πραγμάτων.

«Συχνά εσμίγαν στον καφέ, συχνά στην εκκλησία.

Συχνά και κάτω στο γιαλό, αμ’ όχι παρρησία.

Κι άλλοτε γράμματα έγραφαν κρυφά και συνατοί τους.

Για να τα στείλουν στα χωριά, μη χάσουν την τιμή τους.

Με κάθε τρόπο πολεμούν, να ’χουν κυριαρχία.

Γιατί δεν το ’χαν σε τιμή να βγουν απ’ τα πρωτεία».

Και αλλού, διαβάζουμε: 

«Έτζι εκάναν μερικοί σαν τους ανθρωποφάγους.

Και οι φτωχοί εψήνονταν στους ήλιους και στους πάγους.

Λοιπόν αυτά εγίνουνταν από περίσσα χρόνια .

Τρώγαν το αίμα των πτωχών σαν τα κακά τελώνια». 

Η ιστορία είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη, αλλά αξίζει να την επαναλαμβάνουμε και να την διοχετεύουμε στις νεότερες γενιές που αποτελούν τους φυσικούς κληρονόμους της. Αξίζει να σκύβουμε στα σωθικά των λέξεων που εγκυμονούν τα γονίδια των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και των νέων ιδεολογικών οριζόντων. 

Το μέγα θέμα της προεπαναστατικής Σάμου ήταν η λυσσαλέα αντιπαράθεση των Καρμανιόλων Φιλικών με τους προεστούς κοτζαμπάσηδες και τα τσιράκια τους.

Την κατάσταση έσωσε μετά από χρόνιες οδυνηρές περιπέτειες και συγκρούσεις ο Λυκούργος Λογοθέτης με την ιδιότητα του πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη, καταδικάζοντας τις διχόνοιες τις φατρίες και τα άγρια κομματικά πάθη, προτρέποντας συνάμα στη φιλοπατρία και τη σύμπνοια. 

Σοφός νους με οξεία αντίληψη και κρίση, κατανοούσε σε βάθος τη νοηματική άπλα των λέξεων. Πατριαρχείο, διαφωτισμός, γένος, έθνος, λαός, εθνικισμός εθνικό κράτος, επαναστάτης, ηγεμών, ελευθερία, πολιτική αρετή, λαός, εξουσία, και ουσιαστική ελευθερία.

Εκείνα τα αλφαδιασμένα γραμματάκια, σιρίτια ψιλοβελονιάς στα χειρόγραφα της εξιστόρησης, εμβαπτισμένα στο μελάνι της ιστορικής αφήγησης, περιγράφουν επίσης και το πολεμικό φρόνημα του λαού, που το ενδυνάμωνε η όποια πολεμική εξάσκηση και τα γυμνάσια στη τέχνη της άμυνας και της επιθετικής εγρήγορσης. Στις πλατείες των χωριών μαζεύονταν οι στρατεύσιμοι ντυμένοι παράξενα, με ρούχα που θύμιζαν πολεμική περιβολή, κρατώντας λιανοτούφεκα και αιχμηρές σιδερόβεργες, στειλιάρια και σκουριασμένες μαχαίρες απ’ τα σιδηρουργεία του Καρλοβάσου. Εκεί έμπαιναν στη γραμμή χτυπώντας τα πόδια στους ήχους της λύρας, του βιολιού και του λαούτου, κάνοντας ψευτοελιγμούς σύμφωνα με τα παραγγέλματα του αξιωματικού, που προσπαθούσε να τους μάθει πράγματα που ούτε ο ίδιος κατείχε. Ο Σταματιάδης τονίζει ότι το θέμα ήταν κωμικό. Όμως όλες τις ελλείψεις τις αναπλήρωνε ο πατριωτικός ζήλος και ο απερίγραπτος ενθουσιασμός που κατείχε τους γυμναζόμενους.

Στις 18 Απριλίου 1821 στη πλατεία του Αγίου Αντωνίου στον Μαραθόκαμπο κηρύσσεται η επανάσταση και φυτεύεται πλάτανος, ο οποίος κόπηκε ασυλλόγιστα στα χρόνια των συνταγματαρχών της χούντας. Ένα μνημείο της φύσης και της ιστορίας του τόπου χάθηκε στη στάχτη της λήθης. Και μόνο η ψυχή του και η αύρα του τρύπωσε στη φωνή της προφορικής μνήμης των ανθρώπων της μικρής νησιωτικής πατρίδας. Στη μνήμη των λέξεων «ελευθερία η θάνατος». Στη μνήμη των ηρωικών ονομάτων. Και περισσότερο στη αέναη μνήμη των χειρογράφων που αποδεικνύουν πως ένας μικρός λαός έγινε θρύλος παγκόσμιος και πηγή έμπνευσης την εποχή των επαναστάσεων, για τον σύσσωμο ξεσηκωμό του εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Για την ταύτισή του με την ιδεολογία της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της δικαιοσύνης, που αποτελούσε συμπερασματικά και το βαθύτερο πολιτικό του ιδεώδες. 200 χρόνια μετά εμείς οι απόγονοι της σύγχρονης τεχνολογίας, πατώντας τα ηλεκτρονικά κουμπιά μας γράφουμε αναλογιζόμενοι τον οξύγραφο κάλαμο των προγόνων, μεταφέροντας τα ρήματα και τις πράξεις τους ως ελαχίστη συμβολή στη συνέχεια της ιστορικής αυτής μνήμης. Στη συνέχεια που μας αφορά ως ζήτημα ζωής και θανάτου. Στο ολοφάνερο παρόν μας, που ο εχθρός με τον ίδιο προαιώνιο τρόπο απειλεί ξανά τα νερά μας, την ειρήνη και τη πολιτισμική μας αρματωσιά. 

Μαραθόκαμπος, τέλη 19ου αιώνα

Μοιράσου το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *