Κείμενο Βουρλιώτη Μανώλη
Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Μαραθοκάμπου για την ευγενική του πρόσκληση και να τον συγχαρώ για την ιστορική του ευαισθησία. Θα σας μιλήσω για τον καπετάν Σταμάτη. Τι σημαίνει άραγε σήμερα η μορφή του; Στους περισσότερους είναι μια μαρμάρινη προτομή που βρίσκεται μέσα στο χωριό, σε λίγους που έχουν διαβάσει έντυπα αποτελεί έναν ήρωα της επανάστασης του 1821, σε κάποιους άλλους, ελπίζω ελάχιστους, ένα άγνωστο όνομα. Δεν θα αναφερθώ τόσο στα γνωστά δημοσιευμένα στοιχεία για το πρόσωπό του, αλλά κυρίως σε νέα αρχειακά τεκμήρια.
Ο καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή γεννήθηκε το 1791. Ο ίδιος στην απογραφή του 1828 δήλωσε ότι ήταν τριάντα ετών, δηλαδή ότι γεννήθηκε το 1798, αλλά τέτοιου είδους λάθη ήταν συνηθισμένα την εποχή εκείνη, αφού ελάχιστοι γνώριζαν την πραγματική τους ηλικία. Ο πατέρας του Γιώργος ήταν προεστός του χωριού και επίτροπος της μονής Πάτμου. Ασχολούνταν με τα αγροτικά και προόριζε το γιο του να πάρει μια μέρα τη θέση του. Πέθανε όμως το 1800 και έτσι ο καπετάν Σταμάτης ανατράφηκε από τη μάνα του την Αγγελινάρα, ενώ τελούσε υπό την εποπτεία των συντηρητικών θείων του. Έμαθε λίγα γράμματα στο Μαραθόκαμπο, αλλά σε εφηβική ηλικία έκανε την πρώτη προσωπική του επανάσταση στον κοινωνικό του περίγυρο, γιατί αντί να ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειας και να γίνει καλός γεωργός, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και έγινε ναυτικός. Απέρριψε τον ρόλο που το περιβάλλον του είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν και που θα τον κρατούσε ριζωμένο για πάντα στο χωριό του. Στην αρχή δούλεψε στο καράβι του φημισμένου θαλασσοπόρου Νικόλαου Κεφάλα, κατόρθωσε σε λίγο διάστημα να γίνει δεύτερος καπετάνιος. Μετά δούλεψε σε αγγλικό καράβι, ταξιδεύοντας μέχρι τη νότιο Αμερική. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον καταδρομέα Αντώνιο Ανδρόνικο και απέκτησε πείρα στον ναυτικό πόλεμο.
Επέστρεψε στον Μαραθόκαμπο γύρω στα 1810 μετά από ταξίδι τεσσάρων χρόνων και όπως αναφέρεται «κατόρθωσε διά της ικανότητός του να κερδίση σημαντικήν περιουσίαν, ώστε επανελθών εις την πατρίδα του να διακρίνηται μεταξύ των ευποροτέρων, απολαύων ένεκα των αρετών του, της κοινής υπολήψεως». Η κοινωνική ανέλιξη του καπετάν Σταμάτη ήταν εντυπωσιακή. Κατόρθωσε σε τέσσερα χρόνια ό,τι ο πατέρας του δεν είχε μπορέσει σε όλη του τη ζωή: Να αποκτήσει σημαντική περιουσία και συνεπακόλουθα να επιβάλει το κύρος και την ισχύ του στους συμπατριώτες του.
Τον Μάρτιο του 1811 καπετάν Σταμάτης και ο αδελφός του Αντώνης φιλοξένησαν στο Μαραθόκαμπο τον Λογοθέτη Λυκούργο και αποφάσισαν να του δώσουν την αδελφή τους τη Λουλουδίτσα, παρόλο που αυτή ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλον. Η απόφασή τους αυτή ήταν πολύ τολμηρή, γιατί ο Λογοθέτης, αρχηγός του κινήματος των Καρμανιόλων, είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση των αντιπάλων του Καλικαντζάρων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Γιατί τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να δώσουν την αδελφή τους σε έναν κυνηγημένο άνθρωπο με αβέβαιο μέλλον αντί να την δώσουν σε έναν ευκατάστατο νοικοκύρη από το χωριό τους; Φαίνεται ότι τα δυο αδέλφια διέκριναν στο πρόσωπο του Λογοθέτη μια νέου τύπου προσωπικότητα που ερχόταν σε ρήξη με το κοινωνικό κατεστημένο της Σάμου. Ήθελαν επίσης με αυτό το γάμο να δείξουν ότι προσχωρούσαν στους Καρμανιόλους, έστω και αν έρχονταν σε αντίθεση με τους συντηρητικούς θείους τους.
Το 1815 ο καπετάν Σταμάτης παντρεύτηκε την Ειρήνη, για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά. Ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα που έδωσε στα παιδιά του: Κλεοπάτρα, Λεωνίδας, Ηρακλής. Σίγουρα το γεγονός αυτό θα προκάλεσε σκάνδαλο στο χωριό, γιατί δεν ακολουθήθηκε η χριστιανική παράδοση στην ονοματοδοσία. Ο καπετάν Σταμάτης δίνοντας στα παιδιά του ονόματα αρχαιοελληνικά, στα αγόρια ηρώων, δείχνει την προτίμησή του στα αρχαία πρότυπα, όπως το διακύρηττε ο νεοελληνικός διαφωτισμός. Στα 1830 στον κατάλογο των μαθητών της αλληλοδιδακτικής σχολής Μαραθοκάμπου, του δημοτικού σχολείου της εποχής,, υπάρχουν 83 ονόματα αγοριών και ένα μόνο κορίτσι: «Κλεοπάτρα Κ. Σταμάτη ετών 13». Είναι γνωστή η δυσπιστία των γονέων σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην εκπαίδευση των κοριτσιών. Αντίθετα, ο καπετάν Σταμάτης πίστευε ότι η εκπαίδευση έπρεπε να παρέχεται σε όλους τους νέους ανεξάρτητα από το φύλο τους.
Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον γαμπρό του Λογοθέτη Λυκούργο και προετοιμαζόταν για την επανάσταση. Για τα γεγονότα αυτά μας πληροφορεί μια ανέκδοτη αναφορά του Γεωργίου Δημητριάδη γραμμένη το 1858. Ο ίδιος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1821 από τον δάσκαλο Ιγνάτιο, ο οποίος του ανέθεσε να ξεσηκώσει τους κατοίκους του Μαραθοκάμπου. Γράφει ο Δημητριάδης: «Μεταξύ των φιλελευθέρων, γενναιότατος και ισχυρότερος ήτον ο Καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης και διά τούτο αυτόν πρώτον πλησιάσας τω εξέφρασα το μυστικόν, έπαυσεν αμέσως τας εμπορικάς επιχειρήσεις του και συλλαβών την ιδέαν του στρατολογείν και άρχειν, έγραψεν επί τούτου επί τούτω κατεσπευσμένως εις τον εν Σμύρνη διαμένοντα γαμβρόν του κύριον Λογοθέτην να μεταβή αμέσως εις Σάμον».
Πραγματικά ο Λογοθέτης επανήλθε στο νησί και στις 8 Μαΐου στο Μεσαίο Καρλόβασι ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Λίγες μέρες μετά γίνεται το ίδιο και στον Μαραθόκαμπο. Γράφει ο Δημητριάδης: «Μετέβημεν εις τον Άγιον Αντώνιον κρούοντες τους κώδωνας της εκκλησίας, συνήλθον όλοι οι κάτοικοι του Μαραθοκάμπου, τούτων οι έχοντες ικανότητα του οπλοφορείν, εκκλησιάσθησαν επέκεινα των πεντακοσίων, επί δε στασιδίου αναβάς ανέγνωσα αυτό το ανά χείρας μου αντίγραφον της διακυρήξεως του αειμνήστου Υψηλάντου εις επίκοον πάντων […] ήκουσαν και τον όρκον εκφωνηθέντα «ή ελευθερία ή θάνατος» […] κα εφώναξαν έτοιμοι ήμεθα και εις πυρ και εις θάνατον. Και ούτω διαλυθείσης της συνελεύσεως, υψώθη η ελληνική σημαία εις το κεντρικώτερον μέρος της κωμοπόλεως Μαραθοκάμπου, και ταύτα περί τα τέλη της μεγάλης τεσσαρακοστής».
Με την επικράτηση της επανάστασης ο καπετάν Σταμάτης διορίστηκε πρώτος χιλίαρχος της Σάμου και οργάνωσε στρατιωτικά τις δυνάμεις του Μαραθοκάμπου. Διέταξε και φιάχτηκε στην κορυφή του Κέρκη οπτικός τηλέγραφος για να επιτηρεί τις κινήσεις του εχθρικού στόλου και να τις μεταδίδει γρήγορα στη Χώρα, στο στρατηγείο του Λυκούργου. Ο καπετάν Σταμάτης διακρίθηκε στην πρώτη μεγάλη μάχη του αγώνα στις 5 Ιουλίου 1821 στον κάβο Φονιά, όταν απέκρουσε την επίθεση των Οθωμανών και σκότωσε με το σπαθί του τον Καπλάν Αγά. Επίσης στην αποτυχημένη εκστρατεία της Χίου την επόμενη χρονιά κατόρθωσε να διασώσει την ομάδα του με απώλειες δύο μόνο ανδρών του.
Το 1824 ναυπήγησε στον Όρμο ένα μπρίκι, τον Αχιλλέα, με το οποίο ξεκίνησε επιχειρήσεις στη θάλασσα. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους βρέθηκε το δίπλωμα του καραβιού στο οποίο αναγράφεται ότι ήταν δικάταρτο, το μισό ανήκε στον μητροπολίτη Σάμου Κύριλλο και οι διαστάσεις του ήταν: το μήκος της τροπίδος του 36 πόδια, του καταστρώματος 11,7 π., του κοραδούρου 28 και το βάθος του 14 πόδια. Στα ίδια αρχεία εντοπίστηκε ένα άλλο εμπορικό πλοίο του καπετάν Σταμάτη, το τσερνίκι Περιστερά. Συνιδιοκτήτες ήταν ο Σεβαστός Γιαγάς, ο Διακογιώργης Μόνης και ο Παναγιώτης Παράσχος, που ήταν και ο καπετάνιος. Αυτό ήταν μικρό, το μήκος της καρίνας του ήταν 28 πόδια, το μήκος 33,5 π. το πλάτος 8 και το βάθος 4 πόδια, ενώ η χωρητικότητά του έφτανε τους 4 τόνους και 160 κοιλά της εποχής.
Με τον Αχιλλέα ο καπετάν Σταμάτης αναλαμβάνει ναυτικές επιχειρήσεις. Τον Ιούνιο του 1825 έπλεε στον κόλπο της Αλικαρνασσού με ένα υδραίικο μπρίκι με διαταγή να αιχμαλωτίζει τα εχθρικά πλοία. Σε ένα μικρό λιμάνι εντόπισαν ένα μεγάλο μπρίκι, το οποίο με τους κανονιοβολισμούς του ανάγκασε το υδραίικο να φύγει με ζημιές. Τότε ο καπετάν Σταμάτης διάταξε τους μισούς άνδρες του να βγουν στην ξηρά και να το χτυπήσουν, πράγμα που έγινε με αποτέλεσμα να το αιχμαλωτίσουν.
Το 1828 ο πόλεμος τελειώνει, ο Καποδίστριας έρχεται και οργανώνει το ελληνικό κράτος και η Σάμος γίνεται έδρα του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων. Τότε ο καπετάν Σταμάτης, όπως και όλοι οι άλλοι καρμανιόλοι ανέλαβαν υπηρεσία στην ελληνική διοίκηση. Του ανατέθηκε με το πλοίο του να περιπολεί στα νησιά του νότιου ανατολικού Αιγαίου και να εκτελεί αποστολές της κεντρικής κυβέρνησης.
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 η Σάμος έμενε εκτός της ελληνικής επικράτειας. Τότε οι καρμανιόλοι αντέδρασαν κατά του πρωτοκόλλου. Ανακήρυξαν την Ελληνική Πολιτεία της Σάμου και έκαναν διπλωματικό αγώνα επί τέσσερα χρόνια στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής για να μην υπαχθεί η Σάμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δυστυχώς άκαρπες. Το καλοκαίρι του 1834 ο καπετάν Σταμάτης με χιλιάδες Σαμιώτες αποφασίζουν να φύγουν από το νησί, αρνούμενοι να αποδεχθούν την νέα κατάσταση. Πηγαίνουν στην Εύβοια, όπου από τις άθλιες συνθήκες πεθαίνουν τρία παιδιά του. Γράφει ο καπετάν Σταμάτης στον Ιωάννη Λεκάτη στις 30 Σεπτεμβρίου 1834: «Αδελφέ. Η κατάστασίς μου είνε αξία δακρύων και οδυρμών. […] Αλλοίμονον! Η γη της Καρυστίας έμελλε να δεχθή εις τα σπλάχνα της τα σπλάχνα μου… Γεώργιον, Ευδοκίαν και την ακριβή μου Κλεοπάτραν με το θηλάζον βρέφος, την κατέπιεν εντός είκοσι ημερών ο παμφάγος Άδης. Δεν ευρήκαμεν παρά άθλια λείψανα, ζωντανά σκέλεθρα! Ποίαν τραγικωτέραν θυσίαν εκτός των προλαβουσών επρόσμενεν η Ελλάς εσχάτως εις τον βωμόν της από δύο άτομα: Οι εδώ και εκεί σκορπισμένοι πατριώται μας ομοιοπαθείς και αυτοί κατά το μάλλον και ήττον, απηλπισμένοι πλέον από την απεριθαλψίαν και από την βραδυκινησίαν (ως μη ώφειλε) της επαγγελθείσης βοηθείας της Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την αποκατάστασίν των, επήραν τον δρόμον προς την Σάμον και κάμνει ο καθείς ό,τι η ανυπέρβλητος ανάγκη τον υπαγορεύει».
Οι εξόριστοι καρμανιόλοι, στο ελληνικό κράτος πια, προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες παραγματικότητες. Προκαλούν τη δυσπιστία των κυβερνώντων, γιατί το παρελθόν τους φαίνεται πολύ επαναστατικό για το νεοσύστατο βασίλειο. Για παράδειγμα, ενώ στον καπετάν Σταμάτη απονεμήθηκε ο τίτλος του ταγματάρχη, ποτέ δεν του έδωσαν προαγωγή γιατί είχε τη δυσμένεια του Όθωνα, όπως αναφέρει η χήρα του Ειρήνη σε αναφορά της προς την Εθνοσυνέλευση του 1863. Ο καπετάν Σταμάτης έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ενώ το 1847 σε μια απελπισμένη προσπάθειά του, κατέβηκε στη Σάμο με σκοπό να ανατρέψει το ηγεμονικό καθεστώς, για να βρεθεί στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης σε μεγάλη ηλικία. Ο καπετάν Σταμάτης πέθανε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1861 μετά από σύντομη ασθένεια.
Σε μια από τις νεκρολογίες του διαβάζουμε: «Άμα η ιερά του αγώνος μας σάλπιγξ αντήχησεν ανδρείως ανακράξασα τους γενναίους υπερασπιστάς της, και αμέσως την 8 Μαΐου του1821 ο Λυκούργος, ο Λαχανάς και ο Σταμάτης Γεωργιάδης υψώσαντες εις την Σάμον την σημαίαν της ελευθερίας, ζώνονται την σπάθην, αρπάζουν τον σίδηρον εις τας χείρας, και ευλογούντος τα όπλα των του μητροπολίτου Κυρίλλου, ρίπτονται ατρόμητοι εις των αγώνων το πυρ, διατρέχουν ακράτητοι ολόκληρον την σειράν των ελληνικών κινδύνων και μειδιώντες μας προσφέρουσι τελευταίον και οι ήρωες ούτοι μετά των λοιπών απάντων την ιεράν και ποθητήν ελευθερίαν. Αλλ’ εκ της τριάδος ταύτης ο εις απέθανεν επί της ψάθης άλλοτε εις τας Αθήνας, ο δεύτερος πενέστατος εις την Χαλκίδα και ο τρίτος επέζησε πάσχων, λιμώττων και δυστυχών. Ιδού το κέρδος εκείνων οίτινες και πλοία και πλούτη και νεότητα και αίμα και εν γένει τον πακτωλόν των αγαθών των χύσαντες αφεειδώς εις τας ανάγκας της πατρίδος, ανέμενον αδιαφιλονείκητον και ανταξίαν τινά περίθαλψιν και αμοιβήν. Ολίγα πλην παρέρχονται έτη και ο τρίτος αυτός αποθνήσκει την 8 Μαρτίου εις την Χαλκίδα, αφήσας και ούτος ως μόνην περιουσίαν εις την ατυχή συζυγόν του την γνωστήν και την ευγενή εκείνην ένδειαν των γηραιών αγωνιστών».